- ποριστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στον πορισμό ή είναι χρήσιμος για πορισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ποριστικός — able to supply masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικός — ή, ό / ποριστικός, ή, όν, ΝΑ [πορίζω] 1. αυτός που μπορεί να παράσχει κάτι («ἀρετή ἐστι δύναμις ποριστικὴ ἀγαθῶν», Αριστοτ.) 2. αυτός που αναφέρεται στον πορισμό υλικών μέσων … Dictionary of Greek
ποριστικῶν — ποριστικός able to supply fem gen pl ποριστικός able to supply masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικόν — ποριστικός able to supply masc acc sg ποριστικός able to supply neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικαῖς — ποριστικός able to supply fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικαί — ποριστικός able to supply fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικοί — ποριστικός able to supply masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικούς — ποριστικός able to supply masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστικῇ — ποριστικός able to supply fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποριστική — ποριστικός able to supply fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)